ξελαρυγγίζομαι

ξελαρυγγίζομαι
ξελαρυγγίστηκα, ξελαρυγγισμένος, και ξελαρυγγιάζομαι ξελαρυγγιάστηκα, ξελαρυγγιασμένος, βγάζω (κουράζω πολύ) το λαρύγγι μου απ' τις φωνές: Ξελαρυγγιάστηκα να φωνάζω και δεν ακούς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ξελαρυγγίζομαι — και ξελαρυγγιάζομαι κουράζω υπερβολικά τον λάρυγγά μου φωνάζοντας δυνατά και συνεχώς («ξελαρυγγιάστηκα να σέ φωνάζω»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ.ξ(ε) * + λάρυγγας] …   Dictionary of Greek

  • ξελαρύγγισμα — και ξελαρύγγιασμα, το [ξελαρυγγίζω / ξελαρυγγιάζω] το αποτέλεσμα τού ξελαρυγγίζομαι …   Dictionary of Greek

  • ξελαρύγγισμα — ξελαρύγγισμα, το και ξελαρύγγιασμα, το, ατος το αποτέλεσμα του ξελαρυγγίζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”