- ξελαρυγγίζομαι
- ξελαρυγγίστηκα, ξελαρυγγισμένος, και ξελαρυγγιάζομαι ξελαρυγγιάστηκα, ξελαρυγγιασμένος, βγάζω (κουράζω πολύ) το λαρύγγι μου απ' τις φωνές: Ξελαρυγγιάστηκα να φωνάζω και δεν ακούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.